«Να ζείτε και να κάνετε έρωτα σα να είναι η τελευταία σας μέρα!»

ledakis1Η μέρα το έφερε και θυμήθηκα έναν αγαπημένο καθηγητή από την σχολή δημοσιογραφίας (Εργαστήρι Επαγγελματικής Δημοσιογραφίας), τον Ανδρέα Λεντάκη. Θυμήθηκα τον αέρα αισιοδοξίας που άφηνε στο πέρασμά του, παρότι ο ίδιος είχε ταλαιπωρηθεί τόσο πολύ στην ζωή του. Θυμήθηκα την ευχή που μας έδινε κάθε φορά που τελείωνε το μάθημα… «Να ζείτε και να κάνετε έρωτα σα να είναι η τελευταία σας μέρα».

Θυμήθηκα μια κουβέντα μας -πριν από κάποιο μάθημα- για «τα τραγούδια του Ανδρέα» του Μίκη Θεοδωράκη και ιδιαίτερα για «το σφαγείο».

Γιατί αυτοί οι στίχοι;

Ήταν το ερώτημά μου τότε -το 1996-, δείχνοντας την άγνοιά μου. Κι αυτός μου εξήγησε, για τα βασανιστήρια, για τον τρόπο που επικοινωνούσε με τον Μίκη Θεοδωράκη στο διπλανό κελί, κλπ.

Κι ύστερα ήρθε η είδηση που μας πάγωσε όλους. Η είδηση του θανάτου του.

Πέρασαν λίγα χρόνια και στις αρχές του νέου αιώνα, -το 2001 ίσως- ο Λάκης Χαλκιάς παρουσιάζει στο Ηρώδειο το «2.500 χρόνια ελληνική μουσική». Η εκδήλωση συνδιοργανώνεται με το Ίδρυμα Ανδρέα Λεντάκη και η μουσική βραδιά κλείνει με «τα τραγούδια του Ανδρέα». Είχα την τύχη να είμαι μέρος της παραγωγής αυτής ως βοηθός του Λάκη Χαλκιά και συντονιστής σε οργανωτικά θέματα. Δεν θα ξεχάσω τον κόσμο, όρθιοι με αναμένους αναπτήρες και να τραγουδάνε δυνατά. Από τότε μου έμεινε, κάτι τέτοιες μέρες, να ακούω τα τέσσερα αυτά τα τραγούδια και να φέρνω στην μνήμη μου την κουβέντα με τον Ανδρέα Λεντάκη στο προαύλιο της σχολής στην οδό Καπλανών.

Κι αν είναι αυτή η τελευταία μας μέρα; Πώς την ζήσαμε;

Ο Ορέστης ρίχνει κίτρινη κάρτα στον νονό του!

Βρίσκομαι σε χωριό της δυτικής περιφέρειας του νομού Καβάλας -δεν έχει σημασία το όνομα – περασμένες τρεις το μεσημέρι. Είμαι σε μαγαζί και περιμένω να παραδώσω το εμπόρευμα, να πληρωθώ και να φύγω. Ξάφνου, ανοίγει η πόρτα και μπαίνει μέσα ένα μικρό παιδί, όχι μεγαλύτερο από 6-7 χρονών. Κάτι μουρμουρίζει μέσα από τα δόντια του. Μοιάζει να είναι θυμωμένο, αλλά από δική του ζαβολιά. Κάποια στιγμή, κατανοώ κάποιες λέξεις του…

Άντε…όλο με μαλώνουνε αυτοί. Αφού δεν έφταιγα…

χρήστος με μπανάναΌσο μουρμουρίζει, μου ρίχνει κλεφτές ματιές, σα να θέλει να πει τον πόνο του σε εμένα. Αλλά κι εγώ δεν αργώ να τσιμπήσω το δόλωμα. Τον κοιτάω κατάματα, σφίγγω τα χείλη μου, κουνάω πάνω-κάτω το κεφάλι μου και του λέω.

Τί περιμένεις; Μεγάλοι. Δεν μας καταλαβαίνουν εμάς τους μικρούς!

Μου σκάει τότε ένα χαμόγελο, αλλά κι ένα βλέμμα απορίας, αφού πρώτα με έκοψε από πάνω μέχρι κάτω, σχολιάζοντας αθόρυβα αλλά ενοχλητικά το γεγονός ότι με ενέταξα στους μικρούς. Κάπως έτσι ακολούθησε κι η συζήτηση που είχαμε για κανένα πεντάλεπτο περίπου.

Όλο με μαλώνει αυτός…

«Αυτός»…ούτε όνομα, ούτε ιδιότητα. Κατά βάθος δεν πρέπει να τον γουστάρει, σκέφτηκα και συνεχίζει τον πόνο του ο πιτσιρίκος.

Ήμουνα με έναν φίλο μου και παίζαμε. Με είχανε πει να γυρίσω το μεσημέρι. Ήρθε αυτός και μου φώναζε επειδή δεν πήγα στο σπίτι. Είχε άδικο όμως γιατί εγώ κοίταξα το ρολόι και δεν ήταν μεσημέρι.

Το μάτι μου πέφτει στο χέρι του μικρού. Δεν φοράει ρολόι. Δεν το σχολιάζω γιατί τον θέλω με τα νερά μου, οπότε του απαντώ:

Σε καταλαβαίνω. Κι εγώ τα ίδια τραβάω. Ξέρεις τί ακούω που γυρνάω αργά στο σπίτι;

Ο μικρός σταματάει για λίγο και με κοιτάει με ύφος σα να μου λέει «δεν με ενδιαφέρει η περίπτωσή σου, τώρα για μένα μιλάμε» και συνεχίζει με τα δικά του.

Δεν είναι καλός νονός αυτός! Δεν έπρεπε να τον διαλέξω.

Κι εδώ είναι που με έστειλε αδιάβαστο. Αφενός μάθαμε για την σχέση και την ιδιότητα του μικρού με τον «θύτη-θύμα», αφετέρου όμως παρατήρησα το χιούμορ που κρύβει ο πιτσιρίκος. «Δεν έπρεπε να τον διαλέξω» είναι μια καταπληκτική ατάκα που μπορεί να «στείλει» τον κάθε νονό. Έτσι, μου δίνεται η δυνατότητα για αντεπίθεση και την κάνω.

Εμ βέβαια…εσύ φταις. Έκανες βιαστική επιλογή. Έπρεπε να του πάρεις συνέντευξη πρώτα!

Του είπα και τον είδα να χάνει το χαλί κάτω από τα πόδια του. Δεν ήξερε τι να πει. Το μόνο που κατάφερε ήταν να μου πετάξει ένα ξερό «Ε;».

Να προσέχεις την επόμενη φορά, αν βαφτιστείς ξανά, πρόσεξε ποιον θα διαλέξεις!

Στις τελευταίες κουβέντες μου, μπήκε και η ιδιοκτήτρια του μαγαζιού -που όπως έμαθα είναι η γιαγιά του μικρού- με τα λέφτα για να με πληρώσει. Ελάχιστα μας παρακολούθησε, αλλά κατάλαβε ότι χαζολογούσαμε και δεν έδωσε σημασία. Πήρα τα λεφτά και κίνησα να φύω όταν τον άκουσα να με ρωτάει:

Πως σε λένε;

Χρήστο! Εσένα;

Εμένα Ορέστη!

Ο γνωστός Ορέστης;

Ε;…

Εδώ κόλησε για λίγο ο μικρός Ορέστης, αλλά αμέσως μετά απάντησε:

…Ναι!

Αυτός που σκότωσε την Κλυταιμνήστρα;

Ποια;

Την Κλυταιμνήστρα.

Τι είναι αυτό; Όχι αυτός ο Ορέστης…ο άλλος!

Έφυγα χαμογελώντας και για αρκετή ώρα σκεφτόμουνα το συγκεκριμένο περιστατικό. Να είναι καλά ο Ορέστης που με έκανε το κέφι.

 

 

Ο εφιάλτης της μπάμιας!

μπαμιεςΛατρεύω τις μπάμιες…αν ποτέ το πω αυτό πυροβολήστε με. Από μικρός δεν τις έτρωγα. Δεν τις ενοχλούσα και δεν με ενοχλούσανε. Μεγαλώνοντας ανακάλυψα τη σκέψη κι έτσι άρχισα να προβληματίζομαι.

Το πρώτο φιλοσοφικό ερώτημα που έθεσα στον εαυτό μου ήταν «ποιος μισητός εχθρός του ανθρώπινου γένους αποφάσισε ότι η μπάμια τρώγεται;». Το δεύτερο ήταν «γιατί να μην αγοράζουμε μεγαλύτερο νούμερο παπούτσια όταν μεγαλώνουν τα νύχια των ποδιών μας;» και το τρίτο «γιατί εμείς οι άνθρωποι, όντα με νου και λογική, ακολουθήσαμε τον εξυπνάκια που αποφάσισε να τρώμε τις μπάμιες;».

Ειλικρινά, θα ήθελα να βρίσκομαι σε μια γωνιά και να παρακολουθώ την πρώτη στιγμή που εκείνος ο άνθρωπος -να τον πει κανείς- δοκίμασε μπάμια. Από περιέργεια θα ήθελα να δω τις εκφράσεις του. Θα ήθελα να δω την πορεία του…τους αγώνες που έκανε για να επιβάλλει το μαγείρεμα της μπάμιας στην κοινότητά του…το μαστίγωμα όσων αντιστάθηκαν…πόσα χρόνια έζησε αυτός που την ανακάλυψε; Πέθανε από φυσικά αίτια ή τον δολοφονήσανε επί τούτου;

Όσο περισσότερο μεγάλωνα, τόσο περισσότερα ερωτήματα καρφώνονταν στον μικροσκοπικό εγκέφαλό μου. Ερωτήματα που όλα περιείχαν τη λέξη μπάμια.
(Αλήθεια, τι να κάνει άραγε ο Πέτρος ο συμμαθητής μου; Μπάμια τον φωνάζαμε θυμάμαι).

Η μπάμια έχει απασχολήσει την επιστημονική κοινότητα -αν έχεις τον Θεό σου. Ανήκει, λέει, στο γένος Ιβίσκος και στην οικογένεια των Μαλαχοειδών. Και δεν φτάνει μόνο αυτό, αλλά το γένος της έχει και επίσημη ονομασία και είναι Hibiscus esculentus (Ιβίσκος ο εδώδιμος)…. Με λένε Χρήστο και δεν είμαι καλά!

Τα παιδικά μου χρόνια σε γενικές γραμμές ήταν όμορφα. Οι γονείς μας, μας αγαπούσαν και γι’ αυτό σπάνια μαγειρεύανε μπάμιες ή σπάνια μας ταϊζανε μπάμιες. Τις λίγες φορές που βλέπαμε μπάμιες στο τραπέζι, νομίζαμε ότι κάποιος από εμάς είχε κάνει αταξία και έπρεπε να τιμωρηθούμε όλοι προς παραδειγματισμό. Βλέπω γονείς που ταϊζουνε μπάμιες στα παιδιά τους με το ζόρι και με πιάνουν τα δάκρυα. Έπειτα, ένας κόμπος με σφίγγει πάνω από τον ισοφάγο και πιέζωντας να τον βγάλω μου έρχεται να φωνάξω «Αφού δεν το ήθελες το παιδί γιατί το βασανίζεις;»!
Φημολογείται ότι στον μεσαίωνα, ένα από τα βασανιστήρια που κάνανε, ήταν το μπούκωμα με μπάμιες. Πολύ αποτελεσματικό και αναίμακτο.
Σας κούρασα όμως και να με συγχωράτε. Καλό κουράγιο αδέρφια και ομοιδεάτες μου αντιμπαμιανιστές.

ΥΓ. Όταν κάνω παιδι-ά και με δείτε να τα ταϊζω μπάμιες, κάντε μου ευθανασία αμέσως!