Βρίσκομαι σε χωριό της δυτικής περιφέρειας του νομού Καβάλας -δεν έχει σημασία το όνομα – περασμένες τρεις το μεσημέρι. Είμαι σε μαγαζί και περιμένω να παραδώσω το εμπόρευμα, να πληρωθώ και να φύγω. Ξάφνου, ανοίγει η πόρτα και μπαίνει μέσα ένα μικρό παιδί, όχι μεγαλύτερο από 6-7 χρονών. Κάτι μουρμουρίζει μέσα από τα δόντια του. Μοιάζει να είναι θυμωμένο, αλλά από δική του ζαβολιά. Κάποια στιγμή, κατανοώ κάποιες λέξεις του…
Άντε…όλο με μαλώνουνε αυτοί. Αφού δεν έφταιγα…
Όσο μουρμουρίζει, μου ρίχνει κλεφτές ματιές, σα να θέλει να πει τον πόνο του σε εμένα. Αλλά κι εγώ δεν αργώ να τσιμπήσω το δόλωμα. Τον κοιτάω κατάματα, σφίγγω τα χείλη μου, κουνάω πάνω-κάτω το κεφάλι μου και του λέω.
Τί περιμένεις; Μεγάλοι. Δεν μας καταλαβαίνουν εμάς τους μικρούς!
Μου σκάει τότε ένα χαμόγελο, αλλά κι ένα βλέμμα απορίας, αφού πρώτα με έκοψε από πάνω μέχρι κάτω, σχολιάζοντας αθόρυβα αλλά ενοχλητικά το γεγονός ότι με ενέταξα στους μικρούς. Κάπως έτσι ακολούθησε κι η συζήτηση που είχαμε για κανένα πεντάλεπτο περίπου.
Όλο με μαλώνει αυτός…
«Αυτός»…ούτε όνομα, ούτε ιδιότητα. Κατά βάθος δεν πρέπει να τον γουστάρει, σκέφτηκα και συνεχίζει τον πόνο του ο πιτσιρίκος.
Ήμουνα με έναν φίλο μου και παίζαμε. Με είχανε πει να γυρίσω το μεσημέρι. Ήρθε αυτός και μου φώναζε επειδή δεν πήγα στο σπίτι. Είχε άδικο όμως γιατί εγώ κοίταξα το ρολόι και δεν ήταν μεσημέρι.
Το μάτι μου πέφτει στο χέρι του μικρού. Δεν φοράει ρολόι. Δεν το σχολιάζω γιατί τον θέλω με τα νερά μου, οπότε του απαντώ:
Σε καταλαβαίνω. Κι εγώ τα ίδια τραβάω. Ξέρεις τί ακούω που γυρνάω αργά στο σπίτι;
Ο μικρός σταματάει για λίγο και με κοιτάει με ύφος σα να μου λέει «δεν με ενδιαφέρει η περίπτωσή σου, τώρα για μένα μιλάμε» και συνεχίζει με τα δικά του.
Δεν είναι καλός νονός αυτός! Δεν έπρεπε να τον διαλέξω.
Κι εδώ είναι που με έστειλε αδιάβαστο. Αφενός μάθαμε για την σχέση και την ιδιότητα του μικρού με τον «θύτη-θύμα», αφετέρου όμως παρατήρησα το χιούμορ που κρύβει ο πιτσιρίκος. «Δεν έπρεπε να τον διαλέξω» είναι μια καταπληκτική ατάκα που μπορεί να «στείλει» τον κάθε νονό. Έτσι, μου δίνεται η δυνατότητα για αντεπίθεση και την κάνω.
Εμ βέβαια…εσύ φταις. Έκανες βιαστική επιλογή. Έπρεπε να του πάρεις συνέντευξη πρώτα!
Του είπα και τον είδα να χάνει το χαλί κάτω από τα πόδια του. Δεν ήξερε τι να πει. Το μόνο που κατάφερε ήταν να μου πετάξει ένα ξερό «Ε;».
Να προσέχεις την επόμενη φορά, αν βαφτιστείς ξανά, πρόσεξε ποιον θα διαλέξεις!
Στις τελευταίες κουβέντες μου, μπήκε και η ιδιοκτήτρια του μαγαζιού -που όπως έμαθα είναι η γιαγιά του μικρού- με τα λέφτα για να με πληρώσει. Ελάχιστα μας παρακολούθησε, αλλά κατάλαβε ότι χαζολογούσαμε και δεν έδωσε σημασία. Πήρα τα λεφτά και κίνησα να φύω όταν τον άκουσα να με ρωτάει:
Πως σε λένε;
Χρήστο! Εσένα;
Εμένα Ορέστη!
Ο γνωστός Ορέστης;
Ε;…
Εδώ κόλησε για λίγο ο μικρός Ορέστης, αλλά αμέσως μετά απάντησε:
…Ναι!
Αυτός που σκότωσε την Κλυταιμνήστρα;
Ποια;
Την Κλυταιμνήστρα.
Τι είναι αυτό; Όχι αυτός ο Ορέστης…ο άλλος!
Έφυγα χαμογελώντας και για αρκετή ώρα σκεφτόμουνα το συγκεκριμένο περιστατικό. Να είναι καλά ο Ορέστης που με έκανε το κέφι.